Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου 2024

Χρύσανθος Μαρουλάκης (1926-1944) - Ὁ ἐθνομάρτυρας Ἡγούμενος τοῦ Πανορμίτη

 



ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ

Πρόκειται γιά τόν ἐθνομάρτυρα Ἡγούμενο τοῦ Πανορμίτη, πού ἐκτελέστηκε ἄγρια ἀπό τούς Ἰταλούς κατακτητές τόν Φεβρουάριο τοῦ 1944. Καταγόταν ἀπό τά Καλαβάρδα τῆς Ρόδου καί ὑπηρετοῦσε στήν Μονή ἀπό τά νεανικά του χρόνια. Ὑπῆρξε γενναιόφρων, διαπνεόμενος ἀπό ἁγνό πατριωτικό φρόνημα πού δέν ἐκάμπτετο οὐδέποτε. Πρωταγωνίστησε στήν ἐνδοξότερη θυσιαστική προσφορά τῆς Μονῆς, πού ἔλαβε χώρα τήν ἐποχή τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, ὅταν αὐτή κατέστη μέ τίς ἐπαναστατικές του ἐνέργειες, κέντρο τῆς συμμαχικῆς ἀντικατασκοπείας. Συγκεκριμένα ἀπό τό 1943 στούς χώρους της λειτουργοῦσε ἀσύρματος μέ τήν ἀμέριστη συμπαράστασή του. 

Τό ἀντίτιμο αὐτῆς τῆς ἐπαναστατικῆς δράσεως, ὅταν τούτη ἔγινε ἀντιληπτή στόν ἐχθρό, ἦταν ἡ ἐκτέλεση τοῦ ἰδίου τοῦ Ἡγουμένου, τοῦ Ἕλληνα στρατιώτη-ἀσυρματιστῆ Φλώρου Ζουγανέλη, καθώς ἐπίσης καί τοῦ οἰκονόμου τῆς Μονῆς Μιχαήλ Λάμπρου, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1944.

Τά δραματικά ἐκεῖνα γεγονότα, κατεγράφησαν λεπτομερῶς ἀργότερα καί δημοσιεύθηκαν σέ συνέχειες στά «Συμαϊκά Νέα» τοῦ 1966. Ἀπό τίς μαρτυρίες τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, πού ἔζησαν δίπλα στούς πρωταγωνιστές καί βίωσαν λεπτό πρός λεπτό τήν κορύφωση τοῦ δράματος, παραθέτουμε τήν ἔνδοξη καί ἡρωϊκή ἱστορία, πού σημάδεψε τήν νεότερη ἱστορία τῆς Μονῆς καί τῆς Σύμης:

Τό ὅλο σχέδιο εἶχε καταστρωθεῖ ἀπό τήν συμμαχική Ὑπηρεσία τῆς «Ἀπλοθήκας» (περιοχή τῆς Μ. Ἀσίας, ἀπέναντι ἀπό τήν Σύμη), ἡ ὁποία ὀργάνωσε στό Νησί κατασκοπευτική ὁμάδα, μέ 00122 ἀπώτερο σκοπό τήν ἐγκατάσταση στρατιωτικῆς Δυνάμεως, πού θά ἔκανε κρούσεις στούς κατακτητές. Στήν ὁμάδα αὐτή ἀνῆκαν οἱ δημοδιδάσκαλοι Ἀντώνιος Ἀγγελίδης, Ἀνδρέας Μοσχόβης, οἱ ὁποῖοι στήν συνέχεια ἐκτελέστηκαν, καθώς καί ὁ Ἡγούμενος Χρύσανθος Μαρουλάκης, ὁ Ἐργομηχανικός Γεώργιος Χατζησταυριός, μέ τόν Μιχαήλ Λάμπρου ὑπάλληλοι τοῦ Μοναστηριοῦ, καί ὁ ἀσυρματιστής Λοχίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Στρατοῦ Φλῶρος Ζουγανέλης, ἀπό τήν Μύκονο. Ὁ Ζουγανέλης, ἦταν ἀνεψιός τοῦ Ἡγουμένου τῆς Παναγίας «Τουρλιανῆς» τῆς Μυκόνου, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε φλογερός Δάσκαλός του, πού τόν ἔμαθε νά ἀγαπᾶ τήν Ἑλλάδα καί νά πεθαίνει γι’ αὐτήν.



Στήν Ἀπλοθήκα ἦρθε μέ τήν 133η Δύναμη τό Μάϊο τοῦ 1943, ἀπό τήν Μέση Ἀνατολή, ὅπου ὑπηρετοῦσε ὡς χειριστής ἀσυρμάτου γιά εἰδικές ἐπιχειρήσεις σέ ἐχθρικό ἔδαφος. Στόν Πανορμίτη ἀποβιβάστηκε τήν 10η Ὀκτωβρίου ἐκείνου τοῦ ἔτους, καί ἐμφανίστηκε ὡς ἀνηψιός τοῦ Χρυσάνθου καί ὑποψήφιος Μοναχός, ταμένος ἀπ’ τήν Μάνα του στόν Ἀρχάγγελο τῆς Σύμης. Ἐκεῖ ἐγκατέστησε σταθμό ἀσυρμάτου γιά ἐπικοινωνία μέ τήν Ἀπλοθήκα καί τό Στρατηγεῖο τῆς Μέσης Ἀνατολῆς. Ὑπό τήν ἔμπειρη καθοδήγηση τοῦ Ζουγανέλη, ἡ Μονή μετετράπη σ’ ἕνα ἀξιόλογο κέντρο κατασκοπείας. Ὁ ἀσύρματος εἶχε τοποθετηθεῖ μέ τέχνη ἀπό τόν ἐργομηχανικό Γεώργιο Χατζησταυριό στόν Ἡγουμενικό ὀντᾶ, κάτω ἀπό τήν «ποδιά» τοῦ παραθύρου, πού βλέπει πρός τόν ὅρμο τῆς Φανερωμένης καί ἀπό ᾿κεῖ, λειτουργοῦσε ἐκ τοῦ ἀσφαλοῦς μέρα-νύκτα.

Ἀλλά καί ὁ Ἡγούμενος Χρύσανθος, προσέφερε μέ τόν δικό του τρόπο τίς πολύτιμες ὑπηρεσίες του. Οἱ φιλοφρονήσεις ἦταν σέ ἡμερήσια διάταξη καί τά τραπέζια μέ παρακαθήμενους πότε Ἰταλούς καί πότε Γερμανούς, ἔδιναν καί ἔπαιρναν. Πολλοί ἦταν βέβαια ἐκεῖνοι, πού ἀπερίσκεπτα παρεξηγοῦσαν αὐτές τίς κινήσεις του, μή μπορῶντας νά διανοηθοῦν τούς ἀπώτερους σκοπούς καί τά σχέδια τοῦ γενναίου καί φιλοπάτριδος ἱερωμένου. Ὑποτιθέμενος θεῖος καί ἀνεψιός, ἔπαιζαν καλά τόν ρόλο τους. Ἡ πρώτη ἐπιτυχία ἦρθε, ὅταν τό σκάφος τῆς Γερμανικῆς φρουρᾶς ἔφυγε ἀπ’ τόν ὅρμο τῆς Μονῆς στίς ἕξι τά χαράματα γιά περιπολία, καί μετά λίγα λεπτά τῆς ὥρας, ἐξουδετερώθηκε ἀπ’ τό Ἀγγλικό ὑποβρύχιο, πού εἶχε ἀξιοποιήσει στό ἔπακρο τίς σαφεῖς πληροφορίες τοῦ ἀσυρμάτου τοῦ Πανορμίτη. 

Μιά μέρα ξεκίνησε γιά τό Γιαλό κάτω ἀπό ἄκρα μυστικότητα μιά βάρκα ἑνός ἱταλικοῦ συνδέσμου καί βρέθηκε ἄθελά της καταδιωκόμενη, στά ἀπέναντι παράλια. Ἐν συνεχείᾳ ἡ Ἰταλική φρουρά τῆς Μονῆς, ἐναγωνίως ζητῶντας τήν λύση τοῦ μυστηρίου ἀκολούθησε τά ἴχνη, μέχρι πού ἀπροσανατολισμένη ἀποδεκατίστηκε ἀπό τούς Ἐγγλέζους κομμάντος, πού καραδοκοῦσαν




Τό περιστατικό αὐτό, ἔγινε ἡ αἰτία νά ὑποψιαστοῦν οἱ κατακτητές ὅτι κάτι συμβαίνει μέ τήν Μονή καί νά ἐνισχύσουν τήν φρουρά της μέ 35 περίπου ἄνδρες, ὑπό τήν ἐποπτεία τοῦ Γερμανοῦ Λοχαγοῦ Μπάγερ, στόν ὁποῖο στρατιωτικά εἶχε ἀνατεθεῖ ἡ Σύμη. Στήν συνέχεια, κατέστρωσαν μιά καλοστημένη παγίδα, γιά νά στοιχειοθετήσουν τίς ὑποψίες τους καί νά φανερωθεῖ ἡ ἀνάμειξη τοῦ Ἡγουμένου σ’ ὅλα τοῦτα. Παρουσιάστηκαν λοιπόν δύο Ἰταλοί φασίστες, ὁ Λοχίας Γιακομίνο καί ὁ στρατιώτης Πάολο, καί ἐπί ἡμέρες πολλές, ἱκέτευαν τόν Χρύσανθο νά τούς δώσει συστατική ἐπιστολή, ἀπευθυνόμενη σέ ἀνθρώπους του στήν Ἀπλοθήκα, προφασιζόμενοι ὅτι λιποτάκτησαν. Μετά ἀπό παρέμβαση κι ἄλλων παραγόντων, φαίνεται ὅτι ἡ ἄδολη καρδιά τοῦ ἱερωμένου κάμφθηκε καί τούς ἐφοδίασε μέ τό χαρτί πού ζητοῦσαν, πέφτοντας στήν παγίδα.

Οἱ δύο Ἰταλοί σκηνοθέτησαν ἀμέσως μιά νυκτερινή δραπέτευση μέ ψαροκάϊκο, ἡ ὁποία ὅμως ἀπέτυχε καί αὐτοί ὑποτίθεται συνελήφθησαν. Σκοπίμως διεδόθη, ὅτι κάποια γράμματα πού εἶχαν, πρίν συλληφθοῦν τά πέταξαν στή θάλασσα. Ὁ Ἡγούμενος πρός στιγμήν παραπλανήθηκε. Τό μεσημέρι τῆς 10ης Φεβρουαρίου 1944 κατά τήν συνήθειά του, καλεῖ τόν Γερμανό ὑποδιοικητῆ τῆς Ἀστυνομίας καί τόν Ἰταλό ἀνθυπολοχαγό Τσέτσι γιά φαγητό στήν Μονή, μέ ἀπώτερο σκοπό νά ἐνισχύσει τήν ἐμπιστοσύνη τους πρός τό πρόσωπό του καί νά συγκεντρώσει χρήσιμες πληροφορίες γιά τούς συμμάχους.

Ὁ Γερμανός ἀξιωματικός ἀνταποκρίνεται πρόθυμα στήν πρόσκληση, καί προσποιούμενος τόν βαθύτατα ὑποχρεωμένο στόν Χρύσανθο γιά τίς πάντοτε φιλόξενες διαθέσεις του, μετά τό φαγητό ρωτᾶ σέ τί θά μποροῦσε νά φανεῖ χρήσιμος στόν Γέροντα. Ἐκεῖνος ἔχοντας κατά νοῦ τήν ἀνέχεια καί τήν πεῖνα πού μαστίζει τούς ὑπόδουλους συμπατριῶτες του, καί μή ὑποπτευόμενος τήν παγίδα, σπεύδει νά ἐπωφεληθεῖ τῆς εὐκαιρίας, ζητῶντας 500 ὀκάδες σπόρο πατάτας ἀπό τήν Ρόδο.

Ὁ Γερμανός διοικητής τότε, ἀνασύρει μιά κάρτα ἀπό τήν τσέπη του καί τήν προτείνει μαζί μέ τόν στυλό του στόν Ἡγούμενο, γιά νά σημειώσει σ’ αὐτήν τήν ἐπιθυμία του, καθώς καί τό πρόσωπο πού θά μεριμνοῦσε γιά τήν παραλαβή τῆς πατάτας. Πραγματικά· ἐκεῖνος γράφει τά σχετικά μέ τήν παραγγελία, καθώς καί τό ὄνομα τοῦ Ἱερέως τῆς Κρεμαστῆς τῆς Ρόδου Παπά-Βασίλη Παπανικολάου, ὁ ὁποῖος ὡς πρόσωπο ἀπολύτου ἐμπιστοσύνης, θά φρόντιζε γιά τήν παραλαβή καί τήν ἀποστολή τοῦ σπόρου. Ὁ Γερμανός ἀξιωματικός μέ τόν Ἰταλό συνάδελφό του ἔφυγαν μέ προσποιητή χαρά καί πολλές εὐχαριστίες, κατέχοντας δυστυχῶς πλέον τό ἀδιάψευστο τεκμήριο τῆς ἐπιστολῆς, μέ τόν γραφικό χαρακτῆρα τοῦ Χρυσάνθου.

Οὔτε μιά ὥρα μετά, τρεῖς στρατιῶτες κατ’ ἐντολήν τους, συλλαμβάνουν τόν Ἡγούμενο, τόν Ζουγανέλη καί τόν Λάμπρου, τούς ὁποίους βρῆκαν νά συνομιλοῦν ἀκόμη στό «Ὑδραϊκό», ὅπου νωρίτερα εἶχαν συμφάγει. Ἀπό τήν πρόχειρη ἀνάκριση δέν προέκυψε κάποιο ἐπιπλέον στοιχεῖο, ἀπό τά ὑπάρχοντα, δηλαδή τίς δύο ἰδιόχειρες ἐπιστολές τοῦ Χρυσάνθου, ἐκ τῶν ὁποίων ἡ πρώτη μαρτυρᾶ τήν στενή σχέση πού διατηροῦσε μέ τούς Ἄγγλους τῆς μυστικῆς ὑπηρεσίας τῆς Ἀπλοθήκας, καί ἡ δεύτερη βεβαιώνει τήν αὐθεντικότητα τῆς πρώτης, ταυτίζοντας τόν γραφικό χαρακτῆρα τῶν δύο ἐπιστολῶν. Ὁ Μιχαήλ Λάμπρου μόλις 19 ἐτῶν, πιέζεται καί βασανίζεται γιά νά ὁμολογήσει. Εἶναι ὅμως ὁ μόνος πού δέν γνωρίζει ἀπολύτως τίποτα γιά τήν πραγματική ἰδιότητα τοῦ Ζουγανέλη, γιά τόν ὁποῖο πιστεύει ὅτι πράγματι εἶναι ἀνεψιός τοῦ Χρυσάνθου.

 


Τό πρωΐ τῆς ἑπομένης 11ης Φεβρουαρίου γύρω στίς 08:00, ὑπό συνοδεία 6 Ἰταλῶν στρατιωτῶν μέ ἐπικεφαλῆς τόν λοχία Τσερβίνι, οἱ τρεῖς συλληφθέντες ὁδηγοῦνται πεζῆ ἀπ’ τό ἀνηφορικό μονοπάτι πρός τήν πόλη τῆς Σύμης. Σ’ ὅλη τήν διάρκεια τῆς διαδρομῆς, ὁ Τσερβίνι εἰρωνεύεται τόν Ἡγούμενο καί τόν Ζουγανέλη καί παροτρύνει τούς στρατιῶτες νά τούς χλευάζουν καί νά τούς χτυποῦν μέ τούς ὑποκόπανους τῶν ὅπλων, δίδοντας πρῶτος τό παράδειγμα. 

Μετά τό ἐκκλησάκι τοῦ Προφήτη Ἠλία, ὁ Ζουγανέλης δέρεται ἀνηλεῶς καί τό πρόσωπό του γεμίζει αἵματα ἀπό τά χτυπήματα τοῦ Τσερβίνι. Στήν κορυφογραμμή τοῦ βουνοῦ στήν περιοχή τοῦ Κουρκουνιώτη, ὁ Ἡγούμενος Χρύσανθος κοντοστέκεται συγκινημένος καί κάνει τόν σταυρό του, ρίχνοντας μιά τελευταία ἀποχαιρετιστήρια ματιά στήν Μονή τῆς μετανοίας του, πρίν αὐτή χαθεῖ ὁριστικά ἀπ’ τά μάτια του. Ἡ σεβάσμια μορφή του οὔτε ἡ ἱερή τούτη στιγμή τῆς καρδιακῆς προσευχῆς του, συγκινοῦν τόν ἀπάνθρωπο φασίστα.

Πρίν τελειώσει τούτη τήν στερνή ἱκεσία στόν λατρευτό του Ἀρχάγγελο, ὁ Τσερβίνι μέ μιά ἀπότομη κίνηση τόν ἁρπάζει ἀπ’ τά πυκνά του γένια καί τόν σπρώχνει βάναυσα μπροστά, ξεστομίζοντας παράλληλα βρωμερές καί ἀνομολόγητες ὕβρεις. Ὁ Ζουγανέλης δαγκώνει τά χείλη του. Ὁ ἐξευτελισμός τοῦ Ἡγουμένου, τοῦ κοστίζει περισσότερο ἀπό τόν δικό του. Ἡ ψυχή του πλημμυρισμένη ἀπό ἀγανάκτηση καί μῖσος, ραγίζει ἀπό ἀνέκφραστο πόνο καί τά μάτια του βουρκώνουν. Εἶναι ἀδύνατο νά κρατηθεῖ περισσότερο. 

Ἡ κατάλληλη εὐκαιρία τοῦ δίνεται λίγα λεπτά μετά. Μόλις φτάνουν στήν Παναγία τήν «Στρατερή» καί καθίζουν γιά νά ξεκουραστοῦν, σέ μιά στιγμή πού ὁ Τσερβίνι προσπαθεῖ μέ τόν ἀναπτῆρα ἑνός στρατιώτη νά ἀνάψει τό τσιγάρο του, ὁ Ζουγανέλης ἐπωφελεῖται τῆς εὐκαιρίας καί μαζί μέ τόν Ἡγούμενο, ὁρμοῦν καταπάνω του μέ σκοπό νά τόν ἀφοπλίσουν. Ἀκολουθεῖ μιά ἡρωϊκή μά ἀπεγνωσμένη πάλη. Σέ μιά στιγμή ὁ Χρύσανθος κατορθώνει νά ἀποσπάσει τό αὐτόματο τοῦ Τσερβίνι, μά ἀλίμονο δέν γνωρίζει πῶς νά ἀπασφαλίσει τό ὅπλο, προκειμένου νά βάλλει ἐναντίον τῶν δεσμωτῶν τους. Ἡ ἄγνοιά του αὐτή, δίνει πολύτιμο χρόνο στούς Ἰταλούς νά καλυφθοῦν καί νά ρίξουν καταπάνω τους δύο χειροβομβίδες, μέ ἀποτέλεσμα τόν σοβαρό τραυματισμό τους. Ἀμέσως μετά ὁ Τσερβίνι, δίνει τό σύνθημα καί τά κορμιά τῶν τριῶν ἡρώων σωριάζονται καταγῆς χιλιοτρυπημένα ἀπό τά ἰταλικά πυροβόλα.

Στήν Ἀνατολική πλευρά τῆς Παναγίας τῆς «Στρατερῆς» δίπλα στό Ἱερό, τρεῖς ξύλινοι σταυροί ἔδειχναν ἀργότερα γιά χρόνια, τούς τάφους τῶν ἐθνομαρτύρων. Ἀρκετά χρόνια μετά, τά ὀστᾶ τῶν ἡρώων μεταφέρθηκαν στήν Μονή τοῦ Πανορμίτη, ὅπου τό Μοναστήρι γιά νά τιμήσει τήν ἱερή τους μνήμη, ἔχει ἀνεγείρει ἐπιβλητικό Ἡρῶο στήν προκυμαία του, τό ὁποῖο «μέ δωρική λιτότητα» ἀπεικονίζει σέ ἀνάγλυφο ὀρείχαλκο μεγάλων διαστάσεων, τήν στιγμή τῆς ἐκτελέσεως. Τό ἔργο τοῦτο, φιλοτεχνήθηκε ἀπό τόν σπουδαῖο Συμαῖο γλύπτη, Κώστα Βαλσάμη τό ἔτος 1974. 

Ἀκόμη, στό χῶρο πού στεγάζεται σήμερα τό Λαογραφικό Μουσεῖο τῆς Μονῆς, μιά μικρή κρύπτη ἀφιερωμένη στούς Τρεῖς ἐκτελεσθέντες, φιλοξενεῖ τόν ἀσύρματο καί ἄλλα ἀντικείμενα τῆς ἐποχῆς τοῦ Β΄ παγκοσμίου πολέμου, προκειμένου ὁ ἐπισκέπτης-προσκυνητής νά ἀποτίει ὕστατο φόρο τιμῆς σ’ αὐτούς πού ἔπεσαν ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἐπικράτηση τῶν εὐγενεστέρων ἰδανικῶν τῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ Δικαίου καί τῆς Ἐλευθερίας.

Κατόπιν τά δραματικά τοῦτα γεγονότα, ἐπακολούθησαν γενικές ἔρευνες καί συλλήψεις στή Μονή, μετά τίς ὁποῖες ἀποκαλύφθηκαν πράγματα ἀδιανόητα γιά τόν κοινό νοῦ: Ἡ δεξαμενή τοῦ «Καβαλλάρη» κάτω ἀπ’ τήν μύτη κυριολεκτικά τῶν Ἰταλο-Γερμανῶν, ἔκρυβε ὁλόκληρη ἀποθήκη πυρομαχικῶν. Ὁ τάφος τοῦ Ἱερομονάχου Παϊσίου, ἀποτελοῦσε γιά πολύ καιρό τό χρηματοκιβώτιο τῆς Μονῆς, κρύβοντας μέσα ὁλόκληρη τήν περιουσία της σέ λίρες καί κοσμήματα. Αὐτά λεηλατήθηκαν ἀγρίως ἀπό τούς Ἰταλούς, πού γιά μέρες ἅρπαζαν, κατέστρεφαν καί λαφυραγωγοῦσαν. 

Τό ἀπαράμιλλο κάλλος τοῦ Πανορμίτη ἀμαυρώθηκε καί γιά κάποιο διάστημα ἔπαυσε νά λειτουργεῖται. Εὐτυχῶς διά τῆς φοβερᾶς προστασίας τοῦ Ταξιάρχου, ἀπεφεύχθησαν ἀνεπανόρθωτες καταστροφές εἰς τό Καθολικό καί τά κειμήλια. Ἡ διάσωσή τῶν κειμηλίων, ὀφείλεται στήν πρόνοια τῆς εὐλαβοῦς τότε Νεωκόρου τῆς Μονῆς Σταματούλας Παπανικολάου ἐκ Κρεμαστῆς Ρόδου, ἡ ὁποία μέ τήν Χάρη καί τό φωτισμό τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἐγκαίρως προέβλεψε τά γινόμενα καί πρό τῆς συλλήψεως τῶν τριῶν ἐκτελεσθέντων ἡρώων, μερίμνησε γιά τήν μεταφορά καί φύλαξή τους σέ ἀσφαλῆ χῶρο.

πηγή